- βρώμικος
- [вромикос] εκ. грязный
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
υπερβρωμικός — ή, ό, Ν φρ. «υπερβρωμικό οξύ» χημ. οξυγονούχο οξύ τού βρώμιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + βρωμικός (< βρώμιο)] … Dictionary of Greek